- μειρακιώδης
- μειρακιώδης, -ῶδες (Α) [μειράκιον]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει σε μειράκιο («μειρακιώδες μορφώματι», Πλάτ.)2. νεαρός3. (για ύφος λόγου) αυτό που έχει ζωηρή έκφραση και αποτελείται από πολλές λέξεις, νεανικό4. το ουδ. ως ουσ. τὸ μειρακιῶδεςπαιδαριώδης λεκτική διατύπωση («μειρακιῶδες ἄντικρυς ὑπεναντίον τοῑς μεγέθεσι», Λογγίν.)5. ανώριμος, ανόητος6. φρ. «τὸ μειρακιῶδες τοῡ στρατοῡ» — οι νεαροί στρατιώτες.επίρρ...μειρακιωδῶς (Α)με μειρακιώδη τρόπο.
Dictionary of Greek. 2013.